Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Πουπουλένιος...


Αντιγράφω από το blog του χαμένου
http://xamenos.wordpress.com/



Μια ιστορία που έχει πολιτικό τσεκούρι να ακονίσει, στην Ελλάδα

Μια φορά και έναν καιρό σε μια τσιμεντένια πόλη κάπου πολύ μακριά ήταν ένα μικρό παιδάκι που δεν έμοιαζε καθόλου με τα άλλα μικρά παιδάκια γύρω του. Κατέβαινε σε πορείες και πετούσε πέτρες και φόραγε κουκούλα και φώναζε αντιαστυνομικά και αντικρατικά συνθήματα. Και όλο αυτό το πράγμα του έδινε ζωή, ότι κάτι κάνει, ότι αγωνίζεται για την δική του ουτοπία ρισκάροντας επειδή μόνο και μόνο τον έπνιγε το δίκιο και δεν άντεχε να βλέπει τους υπόλοιπους ανθρώπους να ζουν τις ψυχρές και σκληρές ζωές τους και να μην κάνουν τίποτα για αυτό.

“Μα δεν έχω ακούσει ποτέ μικρά παιδάκια να φοράνε κουκούλες και να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα”, μπορείς να πεις. Ε, αυτό το παιδάκι δεν ήταν τόσο πολύ παιδάκι. Τον κρατούσε στην παιδική του ηλικία το πάθος του για ελευθερία και ο έρωτάς του για ζωή. Γιατί όσο απομακρύνονται τα όνειρα από τις ζωές μας τόσο πιο κοντά στο θάνατο φτάνουμε. Αυτός λοιπόν ο τυπάκος τριγυρνούσε όλη μέρα κρατώντας ένα μαρκαδόρο κι έγραφε ότι του ερχόταν στο κεφάλι και προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι πραγματικά πρωτότυπο να γράψει σε έναν τοίχο μα δεν μπορούσε να σκεφτεί.

Και μια μέρα σκέφτηκε: “Η πραγματικότητα είναι στο προφανές. Υπάρχει ελπίδα” και πήρε την κόκκινη μπογιά του και έγραψε σε έναν γκρίζο και μουντό τοίχο με τα καλύτερα και πιο στρογγυλά γράμματά του “Υπάρχει ελπίδα”. Και στάθηκε χαρούμενος μπροστά στο σύνθημά του και άναψε τσιγάρο και έμεινε να το παρατηρεί για λίγο. Και όταν νύχτωσε και τα φώτα της πόλης άναψαν αυτός ήταν ακόμα εκεί. Όσπου είδε έναν άνθρωπο που δεν έμοιαζε με τους κανονικούς ανθρώπους: Ήτανε 10 μέτρα ψηλός και όχι μόνο αυτό! Ήταν όλος φτιαγμένος από παράξενα πράγματα. Τα χέρια του ήταν πιστόλια, τα μπράτσα του ήταν γκλομπ, το σώμα του ήταν ένα τεράστιο ΑΤΜ, αντί για πόδια είχε ερπύστριες και το κεφάλι του ήταν μια τεράστια τηλεόραση.

Και ο παράξενος άνθρωπος πήρε την μπογιά του μικρού παιδιού και πρόσθεσε ένα “ΔΕΝ” μπροστά από το σύνθημα που είχε γράψει. Και έπιασε το παιδάκι και του φόρεσε “καθώς πρέπει” ρούχα και το έκλεισε μέσα σε μια τεράστια φυλακή και του έλεγε πώς πρέπει να συμπεριφέρεται και τι να διαβάζει και τι να ψηφίζει και όλα αυτά. Και το παιδάκι πήγε σε μια γωνίτσα και έκλαιγε ώσπου το πήρε ο ύπνος. Και όλα τα άλλα παιδάκια το κορόιδευαν που έκλαιγε γιατί ήταν αγοράκι και στη φυλακή αυτή τα αγοράκια απαγορεύεται να κλαίνε. Και το πήρε ο ύπνος.

Όμως εκείνη την νύχτα ένας άλλος πολύ πολύ περίεργος άνθρωπος τον πλησίασε. Αυτός ο άνθρωπος ήταν όλος φτιαγμένος από ροζ αφράτα μαξιλάρια και τον έλεγαν πουπουλένιο. Και ο Πουπουλένιος είπε “γεια” στον τυπάκο μας και ο τυπάκος είπε “γεια” στον Πουπουλένιο. Και κάθισαν και μίλησαν για λίγο για την φυλακή και για το πόσο όμορφα ήταν έξω από εκεί και για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και ο φίλος μας κατάλαβε αμέσως και είπε στον Πουπουλένιο “Θα πεις στα άλλα παιδιά έξω πως δεν ήμουν δειλός;” και ο Πουπουλένιος είπε “Ναι” λέγοντας ψέμματα. Και ο Πουπουλένιος έδειξε στο παιδί την γραβάτα που του είχαν φορέσει και πως να τη δέσει στο φωτιστικό και έμεινε εκεί να τον κοιτάζει κρεμασμένο.

Η ιστορία “Ένα παραμύθι που έχει πολιτικό τσεκούρι να ακονίσει, στην Ελλάδα” τελειώνει κάπως έτσι με φρικιαστικό και μακάβριο στυλ χωρίς να αγγίζει όμως την μεγαλύτερη αλήθεια. Πως ελπίδα υπάρχει αλλά είναι καλά κρυμμένη και πως όποιος την ανακαλύψει τότε θα μπορέσει να ζήσει μια ζωή μαγική. Και πως όποιος ανακαλύψει την αλήθεια του και πιστέψει σε αυτή και την ακολουθήσει, αγνοώντας τα εμπόδια, δεν θα δεχτεί ποτέ επίσκεψη από τον Πουπουλένιο. Ενώ όποιος συνεχίσει να ζει την φριχτή και μίζερη ζωή που του έμελλε χωρίς να προσπαθεί να την κάνει πιο όμορφη αυτόν τον έχει επισκεφθεί ήδη ο Πουπουλένιος.